- γύπα
- γύπᾱ , γύπηvulture's nestfem nom/voc/acc dualγύπᾱ , γύπηvulture's nestfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γῦπα — γύψ vulture masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γύπας — γύπᾱς , γύπη vulture s nest fem acc pl γύπᾱς , γύπη vulture s nest fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυπάων — γυπά̱ων , γύπη vulture s nest fem gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιγυπιός — (aegypius). Αρπακτικό πτηνό της οικογένειας των γυπιδών. Ζει στην Αφρική και μεταναστεύει στη νότια Ευρώπη. Το σώμα του έχει μήκος 60 έως 70 εκ., λευκό με κόκκινες αποχρώσεις. Οι φτερούγες του είναι μαύρες και ο λαιμός και το κεφάλι του κίτρινα.… … Dictionary of Greek
γυπώδης — γυπώδης, ες (Α) 1. αυτός που μοιάζει με γύπα 2. αυτός που έχει μύτη γαμψή σαν τού γύπα … Dictionary of Greek
Μουτ — Αρχαία αιγυπτιακή θεά, σύζυγος του Άμμωνα. Ανήκε στις κοσμογονικές θεότητες (μουτ σημαίνει μητέρα). Την παρίσταναν με κεφαλή γύπα ή και σαν γύπα … Dictionary of Greek
гипъ — ГИП|Ъ (1*), А с. γύψ Коршун: нѣции ѹбо ѿ ни(х) вѣроваху во ѡвенъ друзии же в козелъ… инии же въ вранъ. и въ крагуи. и в гупа. и во ѡрла. (τὸν γῦπα) ЖВИ XIV–XV, 102а … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αγιούπας — o Ζωολ. κοινή ονομασία τού γύπα (Gyps fulvus) … Dictionary of Greek
γυπάετος — (gypaetus).Γένος πτηνών του αθροίσματος των αρπακτικών, της οικογένειας των ιερακοειδών ή ιερακιδών. Τα πουλιά αυτά έχουν εύρωστο σώμα, ισχυρό και αγκιστροειδές στην άκρη του ράμφος και μακριές φτερούγες. Στο γένος αυτό ανήκει μόνο ένα είδος, ο γ … Dictionary of Greek
γυποειδής — γυποειδής, ές (Μ) αυτός που μοιάζει με γύπα … Dictionary of Greek